Η αγάπη και η θεωρία του αγίου Θεού ήταν η τροφή, η σκέπη και η προστασία των πρωτοπλάστων. Δεν είχαν καμία μέριμνα. Κέντρο των σκέψεων και των ενεργειών αυτών ήταν ο Θεός. Από την στιγμή όμως της παραβάσεως κέντρο των αποφάσεων του ήταν το ίδιον εγώ.
Ο Θεός που δημιούργησε τον άνθρωπο δεν ήθελε να έχει καμία μέριμνα. Ήθελε το πλάσμα του να είναι κοντά του και να ζει μόνο με την στοργική του αγάπη. Προσέξατε, όμως πως η αμαρτία έφερε την μέριμνα. Μόλις εγεύθησαν τον καρπό οι πρωτόπλαστοι αντελήφθησαν ότι ήσαν γυμνοί.
Ο Μέγας Βασίλειος παρατηρεί ότι «εις την βρώσιν δεν επικολούθησεν μόνο η παράβασις της εντολής, αλλά και η επίγνωσις της γυμνότητας. Έπρεπε δε να μη γνωρίζουν την γύμνωσιν, δια να μην απησχολείτο ο νους του ανθρώπου να αναπληρώση την έλλειψιν, με το να επινοεί ενδύματα δια τον εαυτό του και θαλπωρήν της γυμνότητος και γενικά την φροντίδα της σαρκός, αποσπώμενος από την ενατένισιν του Θεού».
Για το λόγο αυτόν δεν κατασκευάστηκαν αμέσως με την πλάση του ανθρώπου και τα ενδύματα. Γιατί οι ασχολίες αυτές θα προξενούσαν φροντίδα στον άνθρωπο. Ήθελε μάλιστα ο Θεός να είμαστε απαθείς και αμέριμνοι, έχοντας ένα έργο, το αγγελικό, να υμνούμε δηλαδή ακατάπαυστα τον Δημιουργό και να απολαμβάνουμε την θεωρία του προσώπου του και να αναθέτομε σε Αυτόν την μέριμνά μας. Δια τούτο ο Κύριος μας προσκαλεί εκ νέου στην παραδεισιακή ζωή και μας λέει: «Μη μεριμνάτε τη ψυχή ημών, τι φάγητε, μηδέ τω σώματι ημών τι ενδύσησθε» (Ματθαίου6,25). Και πάλι «αιτείτε την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν» (Ματθαίου 6,33).
Η περιβολή των ιματίων ας γίνει σε όλους μας μια συνεχής ενθύμηση της απώλειας των αγαθών και διδασκαλία από την τιμωρία την οποία δέχτηκε το ανθρώπινο γένος εξ αιτίας της παρακοής.
Από το βιβλίο Η στολή της ψυχής εκδόσεις «Ορθόδοξη Κυψέλη»