(12 Νοεμβρίου)

Ὁ Ὅσιος Νεῖλος γεννήθηκε στὸ χωριὸ Ἅγιος Πέτρος τῆς Κυνουρίας Πελοποννήσου κατὰ τὰ τέλη τοῦ 16ου αἰῶνα. Τὴν ἐκπαίδευσή του τὴν ἐμπιστεύθηκαν στὸ θεῖο του , ἱερομόναχο Μακάριο, ποὺ τοῦ μετέδωσε τὴν ἀγάπη γιὰ τὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή. Ἀποσύρθηκαν στὴν κοντινὴ μονὴ Μαλεβής, ὅπου ὁ Νεῖλος ἔγινε μοναχὸς καὶ κατόπιν πρεσβύτερος. Ἐπιθυμῶντας νὰ ἀποτραβηχτεῖ ἀκόμη μακρύτερα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους γιὰ νὰ βρίσκεται πλησιέστερα στὸ Θεό, ἀναχώρησε γιὰ νὰ ἐγκατασταθεῖ στὶς ἐρημικὲς πλαγιὲς τοῦ νότιου Ἄθω, ὄχι πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὸ σπήλαιο ποὺ εἶχε κατοικήσει ὁ ὅσιος Πέτρος ὁ Ἀθωνίτης. Ἔμεινε σὲ μία σπηλιὰ κρεμασμένη στὸ κενὸ γιὰ πολλὰ χρόνια, ἄγνωστος σὲ ὅλους καὶ μὴ ἔχοντας παρὰ μόνο τὸ Θεὸ μάρτυρα τῶν δακρύων καὶ τῶν ἀγώνων του κατὰ τῶν δαιμόνων. Ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ στὶς 12 Νοεμβρίου 1651. Ἀπὸ τὸ σκήνωμά του ποὺ ἐτάφη κοντὰ στὴν σπηλιά, ἔτρεχε μύρο τόσο ἄφθονο, ποὺ χυνόταν στὴ θάλασσα πολλὰ μέτρα κάτω καὶ ἔρχονταν μὲ πλοῖα νὰ τὸ μαζέψουν ἐξ αἰτίας τῶν ἰαματικῶν ἰδιοτήτων του.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο «ΝΕΟΣ ΣΥΝΣΞΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ» Τόμος τρίτος. Ἐκδόσεις ΙΝΔΙΚΤΟΣ