Ὁ ἅγιος Ἀχαιμενίδης ἦταν γιὸς ἑνὸς ἐπάρχου τοῦ βασιλέα της Περσίας Ἰσδιγέρδη Α'(399-420). Ἀπαρνήθηκε τὴν εἰδωλολατρικὴ θρησκεία τοῦ λαοῦ του γιὰ νὰ ἀσπασθεῖ τὴν πίστη τῶν χριστιανῶν. Μαθαίνοντας τὸ νέο τοῦτο ὁ βασιλέας πικράθηκε σφόδρα καὶ προσπάθησε μὲ κάθε τρόπο νὰ φέρει τὸν νέο ἄνδρα πίσω στὴν ἐπίσημη θρησκεία. Καθὼς δὲν τὰ κατάφερε, διέταξε νὰ ἀποστερηθεῖ ὁ Ἀχαιμενίδης τὰ πλούτη του, τὰ δικαιώματα του, ἀκόμη καὶ τὰ ροῦχα του καὶ τὸν κατήντησε νὰ ὁδηγεῖ τὶς καμῆλες τοῦ στρατοῦ, γυμνὸς κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο, καλυμμένος μονάχα μὲ ἕνα διάζωμα ἀπὸ τὴν μέση ἕως τὰ γόνατα.
Πέρασε πολὺς καιρὸς καὶ μία μέρα ποὺ ὁ βασιλέας ἔσκυψε ἀπὸ τὸ παράθυρό του εἶδε τὸν Ἀχαιμενίδη κατασκονισμένο καὶ ψημένο ἀπὸ τὸν ἥλιο. Ἀναθυμούμενος τότε τὴν περασμένη του δόξα καὶ ἐλπίζοντας πὼς θὰ λογικευόταν πάλι , εἶπε νὰ τὸν φέρουν μπροστά του καὶ διέταξε νὰ τὸν ντύσουν μὲ ἕναν λεπτό, λινὸ χιτῶνα. «Τώρα ποὺ ἐλευθερώθηκες ἀπὸ τὴν παράλογη ἀντίστασή σου, ἀρνήσου λοιπὸν τὸ γιὸ τοῦ ξυλουργοῦ», τοῦ λέγει.
Ὁ ἅγιος ὅμως, γεμᾶτος ἀπὸ ἔνθεο ζῆλο, ἔβγαλε τὸν χιτῶνα καὶ τὸν πέταξε στὸ πρόσωπο τοῦ βασιλέα, λέγοντας του πὼς ἀρνούταν νὰ δεχθεῖ νὰ ἀνταλλάξει τὴν πίστη του μὲ ἕνα χιτῶνα. Ἀπελάθηκε ἔτσι ὁλόγυμνος ἀπὸ τὴν χώρα καὶ συνέχισε τὴν ζωή του μὲ τρόπο θεάρεστο, σύμφωνα μὲ τὴν συνείδηση του. Ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο: Νέος Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὑπὸ Ἱερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος τρίτος, Νοέμβριος Ἴνδικτος, Ἀθῆναι 2006,