Ἡ Ἁγία Ἑλένη ζοῦσε στὴν Χριστιανική κοινότητα τῆς Σινώπης στὸν Πόντο κατὰ τὸν 18ο αἰῶνα. Ἦταν μιὰ κόρη δεκαπέντε χρονῶν ποὺ ἡ ἁγνὴ ψυχή της ἔλαμπε σὰν τὸ ὀμορφότερο στολίδι τοῦ φυσικοῦ της κάλους. Μία μέρα πηγαίνοντας νὰ ἀγοράσει κλωστὴ γιὰ τὴν μητέρα της πέρασε μπροστὰ ἀπὸ τὸ κονάκι τοῦ Τούρκου διοικητῆ τῆς πόλεως. Ὁ Πασᾶς τὴν πρόσεξε, πόθος αἰσχρὸς τὸν κατέλαβε καὶ διάταξε τοὺς ὑπηρέτες του νὰ τὴν πιάσουν καὶ νὰ τοῦ τὴν φέρουν. Δύο προσπάθειες ἔκανε γιὰ νὰ ἀτιμάσει τὴν ἁγνὴ ἀμνάδα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ἀπέτυχε τὸν σκοπό του γιατί δύναμη μυστικὴ ὡς ἀόρατος τοῖχος τὴν προστάτευε. Ἐκεῖνος ὡστόσο ἦταν ἀποφασισμένος νὰ κάνει ὅτι εἶχε στὸ μυαλό του, καὶ τὴν κράτησε φυλακισμένη. Ἡ Ἑλένη ὅμως ὑπὸ τὴν σκέπη τῆς θείας Χάριτος κατάφερε νὰ στρέψει ἀλλοῦ τὴν προσοχὴ τῶν δεσμοφυλάκων της, καὶ νὰ διαφύγει στὸ σπίτι της, ὅπου οἱ γονεῖς της καταταράχτηκαν ἀκούγοντας τί τῆς συνέβη.

Ὁ Πασᾶς ἔγινε ἔξω φρενῶν μαθαίνοντας ὅτι ἡ λεία του εἶχε δραπετεύσει. Ἐκστομίζοντας τρομερὲς ἀπειλές, κάλεσε ὅλους τοὺς προκρίτους τῆς ἑλληνικῆς κοινότητας καὶ δὲν τοῦ ἄφησε καμία ἀμφιβολία ὅτι θὰ ἔσφαζε ὅλους τοὺς χριστιανοὺς τῆς πόλεως, ἂν δὲ τοῦ παρέδιδαν τὴν Ἑλένη. Μὲ βαρειὰ καρδιὰ οἱ δημογέροντες ἔλαβαν τὴν ἀπόφαση γιὰ τὸ καλὸ τῆς κοινότητας νὰ ζητήσουν ἀπὸ τὸν πατέρα τῆς Ἑλένης νὰ παραδώσει τὴν θυγατέρα του. Ὦ ς ἄλλος Ἀβραὰμ ὑπάκουσε στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ πῆγε τὴν κόρη του στὸ κονάκι. Ὁ αἰσχρὸς πασᾶς σὰν ἄγριο θηρίο, ξανάρχισε τὶς προσπάθειές του, ἀλλὰ τὸν σταμάτησε πάλι ὁ τοῖχος τῆς προσευχῆς ποὺ ὕψωσε ἡ ἁγία λέγοντας ἀπὸ μέσα της τὸν Ἑξάψαλμο καὶ ὅλες τὶς προσευχὲς ποὺ γνώριζε ἀπὸ στήθους. Ὁ Πασᾶς ὅταν εἶδε νὰ ματαιώνονται τὰ ἄνομα σχέδιά του καὶ νὰ γελοιοποιεῖται ὁ ἴδιος, ἔριξε τὴν κόρη σὲ ἕνα ὑγρὸ μπουντρούμι στὶς δημόσιες φυλακές. Κατόπιν ἀντιλαμβανόμενος ὅτι ἦταν ἀνίσχυρος νὰ καταφέρει αὐτὸ ποὺ ἤθελε μαζί της, πρόσταξε νὰ τὴν βασανίσουν μέχρι θανάτου. Οἱ δήμιοι ὑπέβαλαν τὴν ἀθῶα μάρτυρα τῆς ἁγνείας σὲ τρομερὲς βασάνους καὶ στὸ τέλος ἔμπηξαν δύο καρφιὰ στὸ κρανίο της καὶ τῆς ἔκοψαν τὸ κεφάλι. Ἔβαλαν τὸ σῶμα της σ ‘ἕνα τσουβάλι καὶ τὸ πέταξαν στὴ θάλασσα, ἀλλὰ τρομοκρατήθηκαν βλέποντάς το νὰ ἐπιπλέει.

Ἕνα οὐράνιο φῶς ὁδήγησε κάποιους Ἕλληνες ναῦτες στὸ σημεῖο ποὺ εἶχε τελικὰ βουλιάξει, καὶ ἀπ’ ὅπου ἀνέβλυζε γλυκό, ἰαματικὸ νερό. Βουτηχτὲς ἔφεραν τὸ τσουβάλι στὴν ἐπιφάνεια. Τὸ σῶμα τῆς ἁγίας μεταφέρθηκε στὴν Ρωσία, ἐνῶ ἡ τιμία κεφαλή της ἀπετέθη στὴν ἐκκλησία της Σινώπης ὅπου καὶ ἔκανε πολλὰ θαύματα ἰδιαιτέρως σὲ ὅσους πιστοὺς ὑπέφεραν ἀπὸ πονοκεφάλους. Ὅταν οἱ Ἕλληνες ἐκδιώχτηκαν ἀπὸ τὴν Σινώπη, στὰ 1924 οι πρόσφυγες πῆραν μαζί τους τὸ τίμιο λείψανο, τὸν πιὸ ἀτίμητο θησαυρό τους. Κατατέθηκε στὸ ναὸ τῆς ἁγίας Μαρίνης στὴν Ἄνω Τούμπα Θεσσαλονίκης ὅπου καὶ τιμᾶται μέχρι σήμερα.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο «ΝΕΟΣ ΣΥΝΣΞΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ» Τόμος τρίτος
Ἐκδόσεις ΙΝΔΙΚΤΟΣ