Τόσο πολὺ τὸν ἀγαπᾶ ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο, ὥστε δὲν περιγράφεται ἡ ἀγάπη του. Δὲν ξεχώρισε ποτὲ τὸν δίκαιο ἀπὸ τὸν ἁμαρτωλό•
Δὲν ἔκανε σύγκριση ποτὲ πονηροῦ καὶ ἀγαθοῦ. Καθὼς ἡ μέλισσα, ἂν βρεθεῖ ἕνας βῶλος ζάχαρη ἢ τίποτα ἄλλο γλυκὸ πάνω σὲ ἕνα σωρὸ κοπριά, δεν τη νοιάζει ἐκείνη πὼς εἶναι πάνω σὲ ἀκάθαρτα, παρὰ θὰ πάει πάνω ἀπὸ τὴν κοπριὰ νὰ παραλάβει τὴ ζάχαρη ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο εἶδος, ἀπὸ τὰ ὁποῖα θὰ κατασκευάσει κατόπιν ἐκείνη τὸ μέλι. Ἔτσι καὶ ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ• δὲν βλέπει ποῦ βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος, στὴν ἁμαρτία ἢ στὴν ἀρετὴ• στὴν καλοσύνη ἢ στὴν κακία. Βλέπει μόνο τὴ στιγμὴ ἐκείνη ποὺ πλησιάζει κοντὰ Τοῦ. Δὲν σὲ ἀποστρέφεται γιὰ τὴν πρώτη σου ζωή, ἀλλὰ σὲ δέχεται γιὰ τὴ στιγμὴ ἐκείνη τῆς ἐπιστροφῆς σου. Διότι ἴσως νὰ ἔκλαψες τὴ στιγμὴ ἐκείνη, ἴσως νὰ θρήνησες, ἴσως νὰ ἔβαλες ἕνα λογισμὸ μετανοίας καὶ νὰ ζήτησες συγχώρηση ἀπὸ τὸν Θεό.
Δὲν βλέπει τὴν ἀκαθαρσία τοῦ ἀνθρώπου, βλέπει τὴ δική του εὐσπλαχνία, βλέπει τὴ συμπάθειά του καὶ νικιέται, γιὰ νὰ ρίξει ἔλεος στὸν ἁμαρτωλό. Γίνεται ἀντανάκλαση τῆς χάριτος• ὅπως ἔγινε καὶ πάνω στὸ Σταυρὸ γιὰ τὸν ληστή. Τὸ βλέμμα τοῦ ληστῆ ἕλκυσε τὴ μορφὴ τοῦ Χριστοῦ μέσα στὴν καρδιά του. Διότι τὸ βλέμμα ἐκεῖνο ἦταν ἱκετευτικό, γεμᾶτο πόνο καὶ μετάνοια• καὶ τοῦ εἶπε ἕνα λόγο γλυκό, ποὺ δὲν ἀκούσθηκε γλυκύτερος σ’ ὅλο τὸν κόσμο: «Μνήσθητί μου, Κύριε», τοῦ εἶπε, «ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου». Θυμήσου καὶ μένα, Χριστέ μου, ὅταν πᾶς στὴ βασιλεία σου!
Τί γλυκὸς λόγος! Ὅλα τὰ σιρόπια, ὅλα τα πανευφρόσυνα, ὅλα τὰ εὐχάριστα τοῦ κόσμου τὰ ὑπερνικᾶ ὁ λόγος αὐτός. Ἀμέσως κτύπησαν αὐτὰ μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔγινε ἀντανάκλαση τῆς χάριτος. Τοῦ ἀπάντησε λοιπόν: «Ἀλήθεια σου λέω καὶ ἐγώ, ὅτι σήμερα θὰ ἔλθεις μαζί μου στὸν παράδεισο». Γιὰ τὴ μετάνοια αὐτῆς τῆς στιγμῆς ποὺ δείχνεις, ξεχνῶ ὅλους τοὺς φόνους καὶ τὰ κακουργήματα ποὺ ἔχεις καμωμένα• καὶ ἡ εὐσπλαχνία μου μὲ παρακινεῖ νὰ σοῦ πῶ αὐτὸ τὸν λόγο: ἔλα μαζί μου στὴ βασιλεία μου.
Μήπως καὶ ἡμεῖς, ἀδελφές, δὲν μοιάζουμε καμιὰ φορὰ μὲ τὸν ληστή; Εἴμαστε ὅλο στολισμένοι μὲ χάρες; Δὲν ἔχουμε ἀκάθαρτα καὶ ἁμαρτίες; Δὲν μολύνουμε κάθε λίγο τὶς ψυχές μας; Δὲν βλέπουμε τὸν πλησίον μας μὲ κακία; Δὲν κρίνουμε καὶ κατακρίνουμε; Δὲν ὀργιζόμαστε, δὲν φθονοῦμε, δὲν συκοφαντοῦμε; Ἀλλὰ μήπως ὁ Θεὸς γιὰ ὅλα αὐτά μας ἀποπέμπει; Μήπως ἐὰν ἐμεῖς εἴμαστε ἀκάθαρτοι, ἐὰν εἴμαστε μοχθηροὶ καὶ κακότροποι, ἐκεῖνος μᾶς ὀργίζεται, μᾶς μισεῖ; Ὄχι. Μὲ αὐτὰ τὰ ἀκάθαρτα χείλη ποὺ ἔχουμε, δέχεται καὶ τὸν δοξολογοῦμε• μ’ αὐτὰ τὰ ρυπαρά μας ἐντόσθια δέχεται καὶ τὸν γευόμαστε• μ’ αὐτὰ τὰ ἁμαρτωλά μας χέρια καὶ πόδια μᾶς κρατεῖ στὴ ζωή.
Τέτοια ἀγάπη μᾶς ἔχει, τέτοια συμπάθεια ἔχει γιὰ τὸν ἄνθρωπο, τέτοια μακροθυμία γιὰ ὅλους μας. Μήτε Ἑβραῖο ξεχωρίζει μήτε Ἕλληνα μήτε Ὀθωμανό. Γιὰ ὅλους τὴν ἴδια στοργὴ αἰσθάνεται. Καὶ ὅπως τὸν καιρὸ τῆς σταυρώσεως καρφωμένος πάνω στὸ μαῦρο ξύλο φώναζε γλυκά-γλυκά: «Πάτερ μου, μὴ συνερισθεὶς τοὺς σταυρωτές μου, γιατί δὲν ξέρουν τί κάνουν, δὲν μὲ κατάλαβαν ποιός εἶμαι• δὲν καταλαβαίνουν». Τὰ ἴδια ἐξακολουθεῖ νὰ φωνάζει ἀκόμα μέχρι σήμερα γιὰ ὅλους μας ὁ Χριστός.
Πόσα σφάλλει κάθε ἡμέρα ἡ ἀνθρωπότητα στὸν Θεό! Καὶ ὅμως ἐκεῖνος ποτὲ δὲν μᾶς ὀργίζεται• ποτὲ δὲν μᾶς ρίχνει κακία• ποτέ, ποτέ! Τὸν βλασφημοῦμε, τὸν παροργίζουμε, τὸν μουτζώνουμε, τὸν ξανασταυρώνουμε καὶ ἐκεῖνος πάλι μᾶς ὑπομένει• πάλι μᾶς ἀγαπᾶ. Διότι εἶναι ὁ Θεὸς ἐλέους, εἶναι Θεὸς τῆς ἀγάπης, Θεὸς τῆς εὐσπλαχνίας. Γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ ἀκάθαρτα, τὰ ὁποῖα τοῦ προσφέρουμε ἐμεῖς, ἐκεῖνος μᾶς προσφέρει ἔλεος καὶ παρηγοριά. Ποτὲ δὲν σιχαίνεται ὁ Θεὸς κανένα μας. Μόνο ὁ ἄνθρωπος σιχαίνεται ὁ ἕνας τὸν ἄλλο• μόνο ὁ ἄνθρωπος εἶναι σκληρὸς• μόνο ὁ ἄνθρωπος δὲν ὑπομένει ὁ ἕνας τὸν ἄλλο• παρὰ κρίνει καὶ κατακρίνει καὶ συκοφαντεῖ καὶ κατηγορεῖ καὶ ζητεῖ νὰ βλάψει καὶ νὰ καταστρέψει καὶ νὰ ἀδικήσει τὸν ἄλλο.
Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν κάνει ἔτσι• ὅλο φροντίζει πῶς νὰ βοηθήσει τὸν ἄνθρωπο• ὅλο ζητεῖ νὰ τοῦ δίνει χεῖρα βοηθείας. Πότε ἕναν πνευματικὸ φανερώνει νὰ τὸν συμβουλέψει, πότε κανέναν ἄγγελο νὰ τὸν φωτίσει, πότε κανένα λογισμὸ καλὸ τοῦ βάζει, πότε μιὰ ἔμπνευση θεϊκὴ τοῦ φέρνει, ἄλλοτε κανέναν ἄνθρωπο καλὸ τοῦ παρουσιάζει καὶ τοῦ δίνει μιὰ παρηγοριά…
Καὶ σεῖς, ἀδελφές, συμπάθεια νὰ ἔχετε ἡ μία γιὰ τὴν ἄλλη σας. Ὄχι μὲ μῖσος καὶ ἔχθρα, ὄχι μὲ φθόνο καὶ κακία, ὄχι μὲ πονηρία καὶ σκληρότητα ψυχῆς καὶ ἀπανθρωπία. Παρὰ μὲ συμπάθεια, μὲ μακροθυμία, μὲ καρτερία, μὲ σπλάχνα οἰκτιρμῶν καὶ φιλανθρωπίας ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο μας. Σήμερα εἶσαι ἐσύ, αὔριο ἐγὼ• τώρα σφάλλει ὁ ἕνας, σὲ λίγο ὁ ἄλλος.
Κάθε στιγμή μας συγχωρεῖ ὁ Θεὸς• καὶ μεὶς νὰ συγχωροῦμε ἀλλήλους• καὶ μεὶς νὰ κλάψουμε καὶ νὰ θρηνήσουμε καὶ νὰ λυπηθοῦμε καὶ νὰ συμπονέσουμε καὶ νὰ παρακαλέσουμε τὸν Θεὸ γιὰ τὸ σφάλμα τοῦ ἀδελφοῦ μας. Αὐτὴ εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀρετή. Ὅσες ἀρετὲς καὶ ἂν ἔχεις, ὅσα καλὰ ἔργα καὶ προσευχὲς καὶ ἀγαθοεργίες καὶ ἂν κάνεις, ὅλα τὰ ὑπερβαίνει, ἂν πεῖς ἕνα λόγο: «Θεέ μου, συγχώρεσε τὸν ἀδελφό μου γιὰ ὅ,τι μοῦ ἔκανε».
(30 Αὐγούστου 1954) Ἀπὸ τὸ περιοδικὸ “Ὀρθ. Φιλόθεος Μαρτυρία”, Διδαχὲς ἀπὸ ἅγιες μορφές, Ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, σέλ. 25