Κ. Γ. Παπαδημητρακόπουλος

Εἶναι συγκλονιστικός, καλοί μου φίλοι, τοῦτος ὁ λόγος τοῦ ποιητῆ: «Πλάκες ποὺ στέκατε βαριές, στὰ μνήματα καὶ στὶς καρδιές, σᾶς ἔσπασε ὁ Χριστός μου»!

Ναί, αὐτὸ ἀκριβῶς ἔκανε ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ἀνάστασή Του. Ἔσπασε ὅλες τὶς πλάκες, ὅσο βαριὲς κι ἀσήκωτες κι ἂν ἦταν. Καὶ θὰ τὶς σπάζει πάντα, εἴτε αὐτὲς βρίσκονται στὰ μνήματα, εἴτε στὶς καρδιές μας. Δηλαδὴ μιλᾶμε γιὰ τὶς πλάκες ὅλων τῶν εἰδῶν. Μιλᾶμε καὶ γιὰ τὶς πλάκες ἐκείνων ποὺ ἤδη ἔχουν πεθάνει, ἀλλὰ κι ἐκείνων ποὺ ἀκόμη βρίσκονται στὴ ζωή. 

Ἐξάλλου αὐτὸ τὸ βλέπουμε καὶ ἀπ’ τὰ ἴδια τὰ γεγονότα τῆς Ἀνάστασής Του.

Πρῶτα – πρῶτα ὄχι μόνο ἔδιωξε τὴν πλάκα ποὺ ἀσφαλῶς θὰ σκέπαζε τὸ μνημεῖο Του, ἀλλὰ ἔδιωξε κι ἐκείνη τὴ μεγάλη πέτρα ποὺ εἶχαν βάλει οἱ ἐχθροί Του στὴν πόρτα τοῦ μνημείου Του. Ἐκείνη τὴν πέτρα ποὺ προβλημάτιζε τὶς Μυροφόρες ποιὸς θὰ μπορέσει νὰ τὴν μετακινήσει, προκειμένου νὰ μποῦν μέσα στὸν τάφο καὶ νὰ Τὸν ἀλείψουν μὲ τὰ ἀρώματά τους.

Κι ὕστερα μὲ τὴν κάθοδό Του στὸν Ἅδη τί ἔκανε; Τοὺς ἀνέστησε ὅλους ὅσους ἦταν ἐκεῖ! Στὴν βυζαντινὴ εἰκόνα τῆς Ἀνάστασης μάλιστα, αὐτὸ τὸ βλέπουμε καθαρά. Ἀπ’ τὴ μία κρατάει ἀπ’ τὸ χέρι τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα κι ἀπ’ τὴν ἄλλη εἶναι περιτριγυρισμένος ἀπ’ ὅλους τοὺς Ἁγίους. Καὶ τί βλέπουμε ἀκόμη; Νὰ εἶναι ὅλα σπασμένα! Πλάκες, κλειδαριές, ἁλυσίδες… Ὁ,τιδήποτε κρατοῦσε δέσμιους τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους ποὺ ἔφυγαν γιὰ τὴν ἄλλη ζωή. 

Ναί, αὐτὴ εἶναι ἡ δύναμη τῆς Θεότητας. Νὰ δίνει παντοῦ τὴ ζωή. Γιατί αὐτό, δηλαδὴ ἡ ζωή, εἶναι μία ἀπ’ τὶς πολλὲς ἰδιότητές Της. Κι ὅπου εἰσέρχεται αὐτὴ ἡ δύναμή Της, τίποτε τὸ νεκρὸ δὲν ὑπάρχει. Οὔτε καὶ ὁ,τιδήποτε θυμίζει τὸν θάνατο! 

Ὡστόσο ὁ Χριστὸς – νὰ τὸ ποῦμε αὐτὸ – δὲν κάνει τίποτα χωρὶς τὴ δική μας τὴ θέληση. Κάνει τὰ πάντα γιὰ τὴ σωτηρία μας, ἀρκεῖ νὰ τὸ θέλουμε κι ἐμεῖς. 

Ἂν θέλουμε ἐμεῖς νὰ παραμένουμε θαμμένοι κάτω ἀπ’ τὶς πλάκες τῶν παθῶν μας, συνειδητά, πεισματικά, ἐπίμονα, ὡς καὶ ἰδεολογικὰ ἀκόμη, τότε Ἐκεῖνος σαφέστατα δὲν τὶς παραβιάζει. Σέβεται ἀπολύτως τὴν ἐλευθερία ποὺ ὁ Ἴδιος μᾶς ἔδωσε! 

Ἂν ἐμεῖς δὲν κάνουμε οὔτε ἕνα βῆμα πρὸς Αὐτόν, καὶ δὲν θέλουμε νὰ Τοῦ ἀνοίξουμε ἀκόμη καὶ τότε ποὺ κρούει (=κτυπᾶ) τὴν πόρτα τοῦ μνήματός μας, τότε Ἐκεῖνος γιὰ τὸ λόγο ποὺ εἴπαμε δὲν διώχνει τὴν πλάκα, δὲν μᾶς βγάζει ἀπὸ τὸ μνῆμα μας!

 Ἂν ἐμεῖς δὲν τοῦ δίνουμε τὸ χέρι μας, τότε Ἐκεῖνος δὲν μᾶς τὸ ἁρπάζει, γιὰ νὰ μᾶς σηκώσει καὶ νὰ μᾶς βγάλει ἔξω ἀπ’ τὸ μνῆμα μας, τὸ ἀπαίσιο αὐτό!

Ναί, ἐκεῖ στὴν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως, Τὸν βλέπουμε νὰ κρατᾶ ἀπὸ τὸν χέρι τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα. Ὅμως εἶναι βέβαιο πὼς αὐτοὶ οἱ ἴδιοι Τοῦ τὸ ἔδωσαν καὶ δὲν τοὺς τὸ ἅρπαξε «ἐτσιθελικά», ὅπως λέμε!

Ἀλλὰ νὰ ποῦμε κι αὐτό. Τούτη τὴ φορά, αὐτὸ τὸ Πάσχα, εἴπαμε νὰ βγοῦμε ἀπ’ τὸ μνῆμα μας. Καὶ πράξαμε ἄριστα. Καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ δώσαμε στὸν Χριστὸ τὸ χέρι μας, γιὰ νὰ μᾶς ἀναστήσει. 

Καὶ πῶς τὸ κάναμε αὐτό; Μὰ μὲ τὴν μετάνοιά μας, τὴν ἐξομολόγησή μας, τὴν προσευχή μας, τὴ νηστεία μας, τὴ συμμετοχή μας στὴν κοινὴ λατρεία καὶ τὴν ἐν γένει προετοιμασία μας. Κι Ἐκεῖνος τὸ ἔκανε αὐτὸ ποὺ θέλαμε, αὐτὸ ποὺ τοῦ ζητήσαμε. Μᾶς ἔβγαλε, δηλαδή, ἀπ’ τὸ ὅποιο μνῆμα, στὸ ὁποῖο ζούσαμε ὥς τώρα… Ἂς εἶναι δοξασμένο τὸ ὄνομά Του!

Ὅμως τί κρῖμα, ἀμέσως μετὰ τὸ Πάσχα, δηλαδὴ ἀμέσως μετὰ τὴν ἔξοδό μας ἀπ’ τὸ κολαστήριο τοῦ μνήματός μας, νὰ γυρίζουμε πάλι σ’ αὐτό! Νὰ τὸ νοσταλγοῦμε κιόλας καὶ νὰ μὴ μποροῦμε ἀπ’ τὴν ἔλλειψή του! Τί κρῖμα νὰ μὴ μποροῦμε (δηλαδὴ νὰ μὴ θέλουμε) νὰ ζήσουμε οὔτε καὶ λίγο ἀναστημένα!

Τί θὰ λέγαμε ἂν ὁ Λάζαρος, ἡ κόρη τοῦ Ἰαείρου καὶ τὸ παιδὶ τῆς χήρας τῆς Ναΐν ποὺ τοὺς ἀνέστησε ὁ Χριστός, ἄν, ἀμέσως μετὰ τὴν ἀνάστασή τους, δὲν ἤθελαν νὰ ζήσουν, ἀλλὰ νὰ εἶναι νεκροὶ καὶ στὴ σήψη, ὁ δὲ Λάζαρος νὰ τρέχει νὰ ξαναμπεῖ στὸ μνῆμα του; Ἔτσι ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ μὲ μᾶς, ὅταν ἔχουμε αὐτὴ τὴ νοοτροπία! Γιατί …

Κάθε ἐπιμονή μας στὰ πάθη, εἶναι κι ἕνα πισωγύρισμα στὸ θάνατο!

Κάθε «τέρψη» μας μὲ τὰ ἁμαρτωλὰ «ξεδόματα», εἶναι κι ἕνα πισωγύρισμα στὴ σήψη!

Κάθε «χαρὰ» ποὺ νομίζουμε ὅτι μᾶς παρέχουν οἱ ψευδοτέρψεις τῆς στιγμῆς, εἶναι καὶ μία ἀκόμη βαριὰ πλάκα ποὺ βάζουμε πάνω στὶς ψυχές μας!

Ναί, ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε. Καὶ τὰ θέλει ὅλα νὰ εἶναι ἀναστημένα. Κι ἐμᾶς βέβαια. Ὅμως πρέπει νὰ τὸ θέλουμε κι ἐμεῖς. Καὶ μάλιστα πολύ! Ὅπως ἐπίσης πολὺ πρέπει νὰ θέλουμε νὰ παραμένουμε ἀναστημένοι. Ἑπομένως ἕνα θὰ πρέπει νὰ εἶναι τὸ κατ’ ἐξοχὴν ὅραμά μας. Πῶς θὰ ἔχουμε γιὰ πάντα βίο ἀναστημένο…

Εφημερίδα Ορθόδοξος Τύπος

https://aktines.blogspot.com/2024/05/blog-post_36.htm